- ελληνογαλλικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Γάλλους ή στην Ελλάδα και στη Γαλλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελληνογαλλικός — ή, ό 1. ο ελληνικός και ο γαλλικός ταυτόχρονα, ο γαλλοελληνικός. 2. φρ., «ελληνογαλλικό λεξικό», λεξικό της ελληνικής γλώσσας με ερμηνεύματα στη γαλλική (σε αντίθεση με το γαλλοελληνικό λεξικό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)